Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χούρα

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek (Liddell-Scott)

χούρα: ἁ, = χώρα, Ἐπιγρ. Λαρίσης, Mitth. d. d. arch. Inst. VII. σ. 64, στ. 17.

Greek Monolingual

(I)
ἁ, Α
(θεσσαλ. τ.) βλ. χώρα.———————— (II)
η, Ν
βοτ. γένος δένδρων της οικογένειας ευφορβιίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. hura, πιθ. μεταπλασμένος τ. της λ. urari «είδος δένδρου», λ. της γλώσσας τών Ινδιάνων της Καραϊβικής].