ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
αὐτώροφος: -ον, ἀντὶ αὐτόροφος, χάριν τοῦ μέτρου, Γρηγ. Ναζ. τ. 2. σ. 184Α, 9.
v. αὐτόροφος.