ἰβηρίς

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

δασύποδα λαγὼν παραδραμεῖται χελώνη → the tortoise will outrun the hairy-footed hare

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰβηρίς Medium diacritics: ἰβηρίς Low diacritics: ιβηρίς Capitals: ΙΒΗΡΙΣ
Transliteration A: ibērís Transliteration B: ibēris Transliteration C: iviris Beta Code: i)bhri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A pepperwort, Lepidium graminifolium, Damocr. ap. Gal.13.350; = λεπίδιον, Aët. ap. Ps.-Dsc.2.174. (Prob. from its place of growth.)

German (Pape)

[Seite 1235] ίδος, ἡ, eine Art Kresse, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἰβηρίς: -ίδος, ἡ, λεπίδιον, Δαμοκράτης παρὰ Γαλην. 13. σ. 635, Διοσκ. 2. 205. (Ἐκ τοῦ τόπου ἐν ᾧ φύεται ἔλαβε τὸ ὄνομα).

Greek Monolingual

ἰβηρίς, -ίδος, ἡ (Α)
το φυτό λεπίδιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Ιβηρία, απ' όπου έχει την προέλευσή του το φυτό].