σκάνδυξ
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
ῡκος, ἡ,= foreg., v.l. in Dsc.2.138.
Greek (Liddell-Scott)
σκάνδυξ: -ῡκος, ὁ, = τῷ προηγ., Διοσκ. 2. 178.
French (Bailly abrégé)
υκος (ὁ) :
c. σκάνδιξ.