εὐθύθριξ

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331

German (Pape)

[Seite 1070] -τριχος, geradhaarig, mit schlichtem Haare, εὐθύτριχας im Ggstz von οὐλόθριξ Arist. gen. anim. 5, 3; Poll. 2, 22.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθύθριξ: ὁ, ἡ, ἔχων εὐθείας τρίχας, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 13, κἑξ.

Greek Monolingual

εὐθύθριξ, ὁ (Α)
αυτός που έχει ίσιες τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + θριξ].