ληκυθοπώλης
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
ου, ὁ,
A seller of oil-flasks, Poll.7.182.
German (Pape)
[Seite 39] ὁ, Oelflaschenverkäufer, Poll. 7, 182.
Greek (Liddell-Scott)
ληκῠθοπώλης: -ου, ὁ, πωλῶν ληκύθους, Πολυδ. Ζ΄. 182.
Greek Monolingual
ληκυθοπώλης, ὁ (A) λήκυθος
αυτός που πουλά ληκύθους.