σχεδιαστής
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
Greek (Liddell-Scott)
σχεδιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ πράττων, ὁμιλῶν ἢ γράφων ἐκ τοῦ προχείρου, Κλήμ. Ἀλ. 192.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σχεδιάστρια Ν σχεδιάζω
νεοελλ.
αυτός που σχεδιάζει και, κυρίως, αυτός που έχει ως επάγγελμα την εκτέλεση αρχιτεκτονικών, μηχανολογικών, τεχνικών ή καλλιτεχνικών σχεδίων («σχεδιάστρια μόδας»)
αρχ.
1. αυτός που λέει, γράφει ή κάνει κάτι με πρόχειρο τρόπο, χωρίς προηγούμενη μελέτη
2. αυτός που πλάθει ιστορίες.