καταπερονάω

Revision as of 22:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A rivet, λαβίσι Plb.6.23.11.

German (Pape)

[Seite 1369] mit einer περόνη anheften, übh. anheften, λαβίσι Pol. 6, 23, 11.

Greek (Liddell-Scott)

καταπερονάω: διὰ τῆς περόνης κρατῶν, συνάπτω, κομβώνω ἰσχυρῶς, τὴν ἔνδεσιν ἀσφαλίζονται ταῖς λαβίσι καταπερονῶντες Πολύβ. 6. 23, 11.

Russian (Dvoretsky)

καταπερονάω: застегивать, закреплять (ταῖς λαβίσι Polyb.).