καταπερονάω
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
rivet, λαβίσι Plb.6.23.11.
German (Pape)
[Seite 1369] mit einer περόνη anheften, übh. anheften, λαβίσι Pol. 6, 23, 11.
Greek (Liddell-Scott)
καταπερονάω: διὰ τῆς περόνης κρατῶν, συνάπτω, κομβώνω ἰσχυρῶς, τὴν ἔνδεσιν ἀσφαλίζονται ταῖς λαβίσι καταπερονῶντες Πολύβ. 6. 23, 11.
Russian (Dvoretsky)
καταπερονάω: застегивать, закреплять (ταῖς λαβίσι Polyb.).