ὀδοντόσμηγμα

Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A tooth-powder, Paul.Aeg.3.26, Gloss.

German (Pape)

[Seite 293] τό, Pulver zum Abreiben der Zähne, Zahnpulver.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδοντόσμηγμα: τό, κόνις πρὸς κάθαρσιν τῶν ὀδόντων, Γλωσσ.˙ ὀδοντότριμμα, τό, Κραμήρου Ἀνέκδ. Παρισ. 1. 394.

Greek Monolingual

το (Μ ὀδοντόσμηγμα)
σκόνη που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + σμήγμα «οτιδήποτε χρησιμεύει για καθαρισμό»].