Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σμήγμα

From LSJ

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179

Greek Monolingual

το / σμῆγμα, -ήγματος, ΝΑ σμήχω
νεοελλ.
1. βιολ. το έκκριμα τών σμηγματογόνων αδένων, μια ουσία που αποτελείται από μίγμα λιπών και κυτταρικών υπολειμμάτων
2. φυσιολ. λευκή φυραματώδης ουσία η οποία παράγεται από την έκκριση και την επιθηλιακή απολέπιση και η οποία συσσωρεύεται στις πτυχές τών εξωτ. γεννητικών οργάνων
3. (κτην.) καστανό ιξώδες προϊόν επιθηλιακής απολέπισης, το οποίο συσσωρεύεται στο εσωτερικό του κολεού του αρσενικού αλόγου
αρχ.
το σμῆμα («ταῖς περὶ αὐτὴν ἑταίραις εἰς σμῆγμα δοθῆναι», Πλούτ.).