κρόκα
From LSJ
English (LSJ)
heterocl. acc. sg. of κρόκη.
Greek (Liddell-Scott)
κρόκα: ἑτερόκλ. ἑνικ. αἰτ. τοῦ κρόκη.
English (Slater)
κρόκα
1wool ἐκ δὲ Πελλάνας ἐπιεσσάμενοι νῶτον μαλακαῖσι κρόκαις (sc. ἀπέβαν· τίθεται δὲ παχέα ἱμάτια ἐν Πελλήνῃ ἄγναφα. Σ, i. e. as prizes in the games) (N. 10.44)] δε πορφυρέᾳ σὺν κρόκ [ᾳ (supp. Zuntz) Πα. 13a. 19.