ψάλσις

Revision as of 06:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A = ψαλμός, Philostr.VA6.10.

German (Pape)

[Seite 1391] ἡ, = ψαλμός, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

ψάλσις: -εως, ἡ, = ψαλμός, Φιλόστρ. 238.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α ψάλλω
εκτέλεση εκκλησιαστικού, κυρίως, άσματος με τη συνοδεία έγχορδου οργάνου, ψαλμός.