εως, ἡ,
A = ψαλμός, Philostr.VA6.10.
[Seite 1391] ἡ, = ψαλμός, Philostr.
ψάλσις: -εως, ἡ, = ψαλμός, Φιλόστρ. 238.
-εως, ἡ, Α ψάλλωεκτέλεση εκκλησιαστικού, κυρίως, άσματος με τη συνοδεία έγχορδου οργάνου, ψαλμός.