Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φερεπτόλεμος

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερεπτόλεμος Medium diacritics: φερεπτόλεμος Low diacritics: φερεπτόλεμος Capitals: ΦΕΡΕΠΤΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: phereptólemos Transliteration B: phereptolemos Transliteration C: fereptolemos Beta Code: ferepto/lemos

English (LSJ)

ον, poet. for Φερεπόλεμος,

   A warlike, γαῖα Jahresh.18 Beibl.35 (Olba); νηυσὶ φ. ships of war, prob. in Orac. ap. Paus.10.9.11.

Greek (Liddell-Scott)

φερεπτόλεμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ φερεπόλεμος, ον, ὁ φέρων πόλεμον, πολεμικός, νηυσὶ φ., πολεμικὰ πλοῖα, πιθαν. γραφ. ἐν Χρησμ. παρὰ Παυσ. 10. 9.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που γίνεται αίτιος πολέμου, που επιφέρει πόλεμο, πολεμικός («φερεπτόλεμοι νῆες» — πολεμικά πλοία, Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πόλεμος / πτόλεμος (πρβλ. μενε-πτόλεμος, φυγο-πτόλεμος)].