νηπιαχώδης
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ες,
A childish, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
νηπιᾰχώδης: -ες, = νηπιώδης, Γλωσσ.
Greek Monolingual
νηπιαχώδης, -ῶδες (Α)
νηπίαχος
νηπιώδης.