ἀτίω
From LSJ
κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
English (LSJ)
[ῐ],
A = ἀτίζω, ἀτίει Thgn.621; ἀτίουσι Orph.L.62.
German (Pape)
[Seite 387] nicht ehren, Theogn. 621. Vgl. ἀτίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτίω: [ῐ], = ἀτίζω, δὲν τιμῶ, περιφρονῶ, πᾶς τις πλούσιον ἄνδρα τίει, ἀτίει δὲ πενιχρὸν Θέογν. 621· ἀτίουσι Ὀρφ. Λιθικ. 62: - Μέσ. ἀόρ. ἀτίσατο [ῑ] Τζέτζ. Μεθ᾽ Ὅμηρ. 702· πρβλ. ἀτίζω.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῑ-]
desdeñar, menospreciar πενιχρόν Thgn.621, πρέσβαν ἀοιδοσύνην ἀτίουσι Orph.L.62.
• Etimología: Forma ocasional creada sobre τίω q.u., por anal. de ἀτιμάω y ἀτίζω q.u.