ἀμάμαξυς

From LSJ
Revision as of 12:07, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_3)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀμάμᾰξυς: [ᾰμᾰ], ἡ, γεν. -υος ἢ (παρὰ Σαπφ.) -υδος: ― κλῆμα ἀμπέλου βασταζομένου ὑπὸ δύο στύλων ἐφ’ ὧν ἐξαπλοῦται· καὶ εἶδος σταφυλῆς, Ἐπιχ. 15 Ahr., Σαπφ. 150 ἐν Ἐτυμ. Μ. 77. 3, ἔνθα γράφεται ὀξυτόνως ἁμαμαξύς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 137Β, «ἁμάμαξυς, σταφυλῆς γένος, οἱ δὲ ἀναδενδράδα φασίν», Διοσκ., ὁ δὲ Ἡσύχιος λέγει: «ἄμπελος ἢ γένος σταφυλῆς· εἴρηται δὲ καὶ ἐπὶ χωλοῦ τινος δύο βακτηρίαις ὑπὸ τὰς μασχάλας ἐρειδομένου, καὶ ἐκκρεμάμενον ἔχοντα τὸν πόδα ὡς βότρυν»: πρβλ. ψευδαμάμαξυς.

Spanish (DGE)

(ἀμάμαξῠς) -υος, ἡ

• Alolema(s): ἁμα- Matro Conu.114.

• Prosodia: [ᾰμᾰ-]

• Morfología: [gen. -ύδος Sapph.173]
parra sostenida por rodrigones Sapph.l.c., Epich.93, Matro l.c., Hsch.

• Etimología: Et. desc.