ἀμύς
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
ύδος, ἡ,
A = χελώνη λιμναία, Archig. ap. Gal.12.575.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμύς: «ὁμοῦ, σὺν αὐτῷ» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ύδος, ἡ
galápago Archig. en Gal.12.575.
• Etimología: Quizá contaminación de ἐμύς q.u. y ἀμία ‘bonito’.