Εὐμολπίδαι

From LSJ
Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Greek (Liddell-Scott)

Εὐμολπίδαι: «οὕτως οἱ ἀπὸ Εὐμόλπου ἐκαλοῦντο, τοῦ πρώτου ἱεροφαντήσαντος...» Ἡσύχ., Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ῶν (οἱ) :
les Eumolpides, famille sacerdotale à Athènes.
Étymologie: Εὔμολπος.