ὀρθέσιον

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθέσιον Medium diacritics: ὀρθέσιον Low diacritics: ορθέσιον Capitals: ΟΡΘΕΣΙΟΝ
Transliteration A: orthésion Transliteration B: orthesion Transliteration C: orthesion Beta Code: o)rqe/sion

English (LSJ)

ὄρθιον, μακρόν, ὀξύ, μέγα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθέσιον: «ὄρθιον. μακρὸν ὀξὺ μέγα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὀρθέσιον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὄρθιον, μακρόν, ὀξύ, μέγα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. < ὀρθοθέσιον (< ὀρθός + -θέσιον < -θέτης < τίθημι) με απλολογία (πρβλ. ἀμφορεύς < ἀμφιφορεύς)].