προστάσιος
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον,
A = προστατήριος 11, Δημήτηρ π. Paus.2.11.3.
Greek (Liddell-Scott)
προστάσιος: -α, -ον, = προστατήριος, ΙΙ, Δημήτηρ πρ. Παυσ. 2. 11, 3.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α πρόστασις
προστατήριος.