προστάσιος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, = προστατήριος II, Δημήτηρ π. Paus.2.11.3.
Greek (Liddell-Scott)
προστάσιος: -α, -ον, = προστατήριος, ΙΙ, Δημήτηρ πρ. Παυσ. 2. 11, 3.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α πρόστασις
προστατήριος.