καταδάνειος

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδάνειος Medium diacritics: καταδάνειος Low diacritics: καταδάνειος Capitals: ΚΑΤΑΔΑΝΕΙΟΣ
Transliteration A: katadáneios Transliteration B: katadaneios Transliteration C: katadaneios Beta Code: katada/neios

English (LSJ)

[δᾰ], ον,

   A burdened with mortgages, D.S.17.109.

German (Pape)

[Seite 1345] verschuldet, οὐσία D. Sic. 17, 109.

Greek (Liddell-Scott)

καταδάνειος: ᾰ, ον, «ὑποθηκευμένος», «καταφορτωμένος ἀπὸ δάνεια», «βουτημένος εἰς τὰ χρέη», οὐσία Διόδ. 17. 109.

Greek Monolingual

καταδάνειος, -ον (Α)
αυτός που έχει επιβαρυνθεί με πολλά δάνεια («καταδάνειος οὐσία», Διόδ.).