γυναικηρός

Revision as of 12:06, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_10)

English (LSJ)

ά, όν,

   A = γυναικεῖος, Diocl.Com.4; γ. τρόπος Phryn.PSp.55B.

German (Pape)

[Seite 510] = γυναικεῖος, τρόπος B. A. 31.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικηρός: ά, όν,=γυναικεῖος, Διοκλ. (Βακχ. 3) ἐν τοῖς Α.Β. 87, ἔνθα ὁ Meineke ἄνευ ἀνάγκης εἰκάζει γυναικισμός· γυναικηρὸς τρόπος ἀναφέρεται ὑπὸ Φρυν. αὐτ. 31, ἴσως ἐκ τοῦ αὐτοῦ ποιητοῦ.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
afeminado s. cont., Diocl.Com.4, γ. τρόπος Phryn.PS 55.