γυναικηρός
English (LSJ)
ά, όν,
A = γυναικεῖος, Diocl.Com.4; γ. τρόπος Phryn.PSp.55B.
German (Pape)
[Seite 510] = γυναικεῖος, τρόπος B. A. 31.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικηρός: ά, όν,=γυναικεῖος, Διοκλ. (Βακχ. 3) ἐν τοῖς Α.Β. 87, ἔνθα ὁ Meineke ἄνευ ἀνάγκης εἰκάζει γυναικισμός· γυναικηρὸς τρόπος ἀναφέρεται ὑπὸ Φρυν. αὐτ. 31, ἴσως ἐκ τοῦ αὐτοῦ ποιητοῦ.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
afeminado s. cont., Diocl.Com.4, γ. τρόπος Phryn.PS 55.