δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ἀελλάς: -άδος, ἡ, = τῷ προηγ. ἵπποι, Σοφ. Ο. Τ. 467. φωναί, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 614.
άδοςc. ἀελλαῖος.