ἀελλαῖος
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
α, ον, storm-swift, πελειάς S. OC 1081 (lyr.).
Spanish (DGE)
-α, -ον rápido como el huracán πελειάς S.OC 1081.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
impétueux comme la tempête.
Étymologie: ἄελλα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀελλαῖος -α -ον ἄελλα snel als een wervelwind.
Russian (Dvoretsky)
ἀελλαῖος: быстрый как вихрь (πελειάς Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀελλαῖος: -α, -ον, = ταχὺς ὡς θύελλα, πελειάς, Σοφ. Ο. Κ. 1081.
Greek Monotonic
ἀελλαῖος: -α, -ον (ἄελλα), γρήγορος σαν θύελλα· πελειάς, σε Σοφ.