γελοίων
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
γελοίωντες, γελόω, γελόωντες, v. sub γελάω.
Greek (Liddell-Scott)
γελοίων: γελοίωντες, γελόω, γελόωντες, ἴδε ἐν λ. γελάω.
Greek Monotonic
γελοίων: γελοίωντες, γελόω, γελόωντες, Επικ. τύποι· βλ. γελάω.