ἀγριελάϊνος
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
of wild olive, ξύλα IG 7.3073.189 (Lebad.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγριελάϊνος: ἐξ ἀγριελαίου, Γλωσσ.