νεφεληδόν

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφεληδόν Medium diacritics: νεφεληδόν Low diacritics: νεφεληδόν Capitals: ΝΕΦΕΛΗΔΟΝ
Transliteration A: nephelēdón Transliteration B: nephelēdon Transliteration C: nefelidon Beta Code: nefelhdo/n

English (LSJ)

Adv.

   A in the manner of clouds, Nonn.D.15.1.

Greek (Liddell-Scott)

νεφεληδόν: Ἐπίρρ., ὡς αἱ νεφέλαι, κατὰ τὸν τρόπον τῶν νεφελῶν, Νόνν. Δ. 15. 1.

Greek Monolingual

νεφεληδόν (Α)
επίρρ. κατά τον τρόπο τών νεφελών, όπως οι νεφέλες, δηλ. σε μεγάλο αριθμό («νεφεληδὸν ἐπέρρεον αἴθοπες Ἰνδοί», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].