πεπιστευμένως

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπιστευμένως Medium diacritics: πεπιστευμένως Low diacritics: πεπιστευμένως Capitals: ΠΕΠΙΣΤΕΥΜΕΝΩΣ
Transliteration A: pepisteuménōs Transliteration B: pepisteumenōs Transliteration C: pepistevmenos Beta Code: pepisteume/nws

English (LSJ)

Adv., (πιστεύω)

   A truly, Aristox. ap. Stob.4.25.45, Phld.Rh.1.352 S.: πεπιστωμένως, Aq.Is.25.1, Nu.5.22, al.

Greek (Liddell-Scott)

πεπιστευμένως: Ἐπίρρ., ἀληθῶς, ἀξιοπίστως, Ἀριστόξ. παρὰ Στοβ. 457. 2˙ -ωμένως, Ἀκύλ. Ἀριθμ. Εʹ, 22, Δευτερ. ΚΖʹ, 15, κτλ.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με αξιοπιστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπιστευμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του πιστεύω].