κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue
[Seite 109] ές, mit Purpur gefärbt, Clem. Al.
ἁλουργοβαφής: -ές, πορφυροβαφής, Κλήμ. Ἀλεξ. 235.
-ές teñido con púrpura Clem.Al.Paed.2.10.109.