κυκλώδης
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
ες,
A = κυκλοειδής, circular, κ. παραλλαγή a distortion of several vertebrae forming a curve, opp. γωνιώδης, Hp.Art.48. 2 round the outside, opp. ἐν μέσῳ, Id.Epid. 7.84.
German (Pape)
[Seite 1527] ες, = κυκλοειδής, Paul. Sil. Therm. Pyth. 129.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλώδης: -ες, = κυκλοειδής, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γωνιώδης, κυκλώδης, ἀλλ’ οὐ γωνιώδης ἡ διαστροφὴ γίνεται Γαλην. τ. 4, σ. 51, 15, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 815.
Greek Monolingual
κυκλώδης, -ῶδες (Α)
κυκλοειδής, καμπυλόσχημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + κατάλ. -ώδης].