δίωξις

Revision as of 19:24, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

[ῐ], εως, ἡ, (διώκω)

   A chase, pursuit, esp. of soldiers or ships, Th.3.33, etc.; δ. ποιεῖσθαι Id.8.102.    2 pursuit of an object, τοῦ ὅλου Pl.Smp.192e; opp. φυγή, Arist.EN1139a22, Epicur.Sent.25; δ. τῶν καλῶν Plu.2.550e.    II as law-term, prosecution, δίωξιν εἶναι κατὰ τῶν ἐλεγχθέντων IG12.10.10; δ. ποιεῖσθαι Antipho6.7, cf. D.45.50; δ. τῶν ἀδικούντων Plu.Per.10.

German (Pape)

[Seite 649] ἡ, das Verfolgen, Nachsetzen; Thuc. 3, 97; δίωξιν ποιεῖσθαι 8, 102; dah. – a) das Trachten wonach, neben ἐπιθυμία, Plat. Conv. 192 e; Ggstz φυγή Arist. eth. 6, 2; Plut. öfter. – b) das Anklagen; Dem. 47, 70; sowohl τῶν ἀδικούντων, der Uebelthäter, Plut. Pericl. 10, als τῆς κλοπῆς, des Diebstahls, ibd. 31.

Greek (Liddell-Scott)

δίωξις: -εως, ἡ, (διώκω) κυνήγιον, καταδίωξις, ἐπὶ προσώπων, ἰδίως ἐπὶ στρατιωτῶν ἢ νεῶν, Θουκ. 3. 33, κτλ.˙ δ. ποιεῖσθαι αὐτόθι 8. 102. 2) ἐπιδίωξις ἀντικειμένου ἢ σκοποῦ τινος, συνδυαζόμενον μετὰ τοῦ ἐπιθυμία, Πλάτ. Συμπ. 192Ε˙ ἀντίθ. φυγή, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 2, 2˙ δ. τῶν καλῶν Πλούτ. 2. 550Ε. ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, καταδίωξις, καταγγελία, δ. ποιεῖσθαι Ἀντιφῶν 142. 8, Δημ. 1116 ἐν τέλ.˙ δ. τῶν ἀδικούντων Πλούτ. Περικλ. 10.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
poursuite.
Étymologie: διώκω.