ὀρμενόεις
From LSJ
English (LSJ)
εσσα, εν,
A having a long stalk, Nic.Th.840.
German (Pape)
[Seite 381] εσσα, εν, mit langem Stengel, Nic. Ther. 840.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρμενόεις: εσσα, εν, ὁρμητικὸς πρὸς ὕψος, εὐαυξής, ἐπὶ φυτοῦ, Νικ. Θηρ. 840.
Greek Monolingual
ὀρμενόεις, -εσσα, -εν (Α) όρμενος
(σχετικά με φυτό) αυτός που έχει επιμήκη καυλό.