Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
δακρυσταγής: -ές, στάζων δάκρυα, μτγν.
(δακρυστᾰγής) -έςlacrimoso, lloroso, γόος Tim.15.100, πόνοι Meth.Symp.291.