χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
αὐθωρεί: ἢ αὐθωρί, Ἐπίρρ. εὐθύς, πάραυτα, αὐτοστιγμί, ἡ Πυθία καὶ πρὸ ἐρωτήσεως αὐθωρὶ χρησμοὺς εἴωθε τινας ἐκφέρειν Πλούτ. 2. 512Ε, Κικ. π. Ἀττ. 2. 14, 1.
αὐθωρεί: Cic. и αὐθ-ωρί Plut. adv. тотчас же.