μυωξία

From LSJ
Revision as of 11:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist

Menander, Monostichoi, 509
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυωξία Medium diacritics: μυωξία Low diacritics: μυωξία Capitals: ΜΥΩΞΙΑ
Transliteration A: myōxía Transliteration B: myōxia Transliteration C: myoksia Beta Code: muwci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A mouse-hole, also a term of reproach, Id., Suid.; cf. μυωνιά.

Greek (Liddell-Scott)

μυωξία: ἡ, = τῷ προηγ., Ἡσύχ., Φώτ., κτλ.· ― μυξία παρὰ τῷ Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

μυωξία, ἡ (ΑΜ) μυωξός
(κατά τον Ησύχ. και κατά το λεξ. Σούδα) υπόγεια φωλιά ζώου και ιδίως ποντικού, ποντικότρυπα, ποντικοφωλιά.