τέλλις
From LSJ
κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination
English (LSJ)
ἡ, = foreg., prob. l. in Epich.43, 114.
German (Pape)
[Seite 1088] ἡ, = Vor., Epicharm. bei Ath. III, 85 e.
Greek (Liddell-Scott)
τέλλις: ἡ, = τῷ προηγ., πιθ. γρ. παρ’ Ἐπιχ. σ. 43.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. τελλίνη.