πορφυροπώλισσα
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Greek (Liddell-Scott)
πορφυροπώλισσα: ἡ, = τῷ πορφυρόπωλις, Ἰω. Χρυσ. τ. 7, σ. 170, 40.
Greek Monolingual
ἡ, Μ
βλ. πορφυροπώλης.
πορφυροπώλισσα: ἡ, = τῷ πορφυρόπωλις, Ἰω. Χρυσ. τ. 7, σ. 170, 40.
ἡ, Μ
βλ. πορφυροπώλης.