πορφυροπώλισσα

From LSJ

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100

Greek (Liddell-Scott)

πορφυροπώλισσα: ἡ, = τῷ πορφυρόπωλις, Ἰω. Χρυσ. τ. 7, σ. 170, 40.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
βλ. πορφυροπώλης.