νυκτολεθρία
From LSJ
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
Greek (Liddell-Scott)
νυκτολεθρία: ἡ, ὁ ἐν νυκτὶ γινόμενος ὄλεθρος, Θ. Στουδ. σελ. 740, ἔκδ. Mi.
Greek Monolingual
νυκτολεθρία, ἡ (Μ)
καταστροφή που γίνεται στη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -ολεθρία (< ὄλεθρος), πρβλ. ψωμ-ολεθρία].