μελαιναῖος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
[Seite 118] = μέλας, Orac Sib. V, 328.
μελαιναῖος: -η, -ον, = μέλας, μελαιναίη, σκοτίη Χρησμ. Σιβυλλ. 5, 348 (;), ἴδε Λοβ. Παραλ. σ. 319.
μελαιναῑος, -αίη, -ον (Α)
μέλας, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μελαιν- του μέλαινα + κατάλ. -αῖος].