μελαιναῖος

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

German (Pape)

[Seite 118] = μέλας, Orac Sib. V, 328.

Greek (Liddell-Scott)

μελαιναῖος: -η, -ον, = μέλας, μελαιναίη, σκοτίη Χρησμ. Σιβυλλ. 5, 348 (;), ἴδε Λοβ. Παραλ. σ. 319.

Greek Monolingual

μελαιναῑος, -αίη, -ον (Α)
μέλας, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μελαιν- του μέλαινα + κατάλ. -αῖος].