τυπικός

From LSJ
Revision as of 20:12, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠπικός Medium diacritics: τυπικός Low diacritics: τυπικός Capitals: ΤΥΠΙΚΟΣ
Transliteration A: typikós Transliteration B: typikos Transliteration C: typikos Beta Code: tupiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A impressionable, Plu.2.442c; conforming to type (τύπος vii. 3), Gal. 7.471. Adv. -κῶς, νοσεῖν Ruf. ap. Orib.8.47.11.    2 typicum, = figuratum, Gloss.; τὰ τ. perh. seals on a will, PMasp.154v.20 (vi A. D.).    3 Adv. -κῶς by way of example, 1 Ep.Cor.10.11.

Greek (Liddell-Scott)

τυπικός: -ή, -όν, ὁ κατά τινα τύπον δυνάμενος νὰ κατασκευασθῇ ἢ ὁ ἐξειργασμένος κατὰ τὸν τύπον, Πλούτ. 2. 442C. 2) τυπικός, εἰκονικός, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ., -κῶς, κατὰ τύπον, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. τὸ τυπικόν, αὐτοκρατορικὸν διάταγμα, Βυζ.· - παρὰ τοῖς Ἐκκλ. βιβλίον ἐν ᾧ καθορίζονται τὰ τῆς λατρείας καὶ τῶν τελετῶν.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui représente, qui figure, allégorique.
Étymologie: τύπος.