τρισάσμενος
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
English (LSJ)
η, ον,
A thrice-pleased, most willing, X.An.3.2.24.
Greek (Liddell-Scott)
τρισάσμενος: -η, -ον, ὁ τρὶς ἄσμενος, προθυμότατος, τρισάσμενος ταῦτ’ ἐποίει Ξεν. Ἀν. 3. 2, 24, Ἐφραὶμ Καισ. 4545.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui fait qch très volontiers.
Étymologie: τρίς, ἄσμενος.