στραβότης
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
ητος, ὁ,
A distortion, ὀφθαλμῶν Eust.915.31: pl., Orib.Syn.8.51.1.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰβότης: -ητος, ἡ, διαστροφή, ὀφθαλμῶν Εὐστ. 915. 31.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, ΜΑ στραβός
ο στραβισμός, το αλληθώρισμα.