ἀμαυρότης
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A dimness, αἰσθήσεων Gal.11.282; obscurity, Epist.Maximini ap.Eus.DE9.7, cf. Eust. 1585.47.
German (Pape)
[Seite 117] ητος, ἡ, Schwäche, Euseb.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμαυρότης: -ητος, ἡ, = ἀμυδρότης, σκοτεινότης, Εὐσεβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 352.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 oscuridad, ceguera τὴν τῶν ὀφθαλμῶν ἄμερσιν ὅ ἐστιν ἀμαυρότητα Eust.1585.49
•fig. tiniebla, obnubilación c. gen. subjet. πλάνης Maximinus en Eus.HE 9.7.3, ἡδονῶν Rom.Mel.74.ιβʹ.1.
2 vaguedad αἰσθήσεων Gal.11.282.