γειτοσύνη
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
ἡ,
A = γειτονία, Str.13.1.22.
Greek (Liddell-Scott)
γειτοσύνη: ης, = γειτονία, Στράβ. 591.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
1 vecindad entre ciu. διὰ τὴν γειτοσύνην Str.13.1.22.
2 asociación ἐτείμη[σεν] ἡ γ. Εὐτυχιανόν TAM 5.90.3 (II d.C.), γ. τῶν πρ[ωτ] οπυλειτῶν REG 2.1889.24 (Acmonia III d.C.), cf. SEG 28.1062 (Bitinia).