ἀποσκιάζω
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
German (Pape)
[Seite 324] 1) Schatten werfen, D. C.; σκιαὶ δι' ἑτέρου φωτὸς ἀποσκιαζόμεναι, geworfen, Plat. Rep. VII, 352 c. – 2) in Schatten stellen, verdunkeln, Longin. 17, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκιάζω: μέλλ. -ασω, ἐπιρρίπτω σκιάν, σκιαὶ δι’ ἑτέρου… φωτὸς ἀποσκιαζόμεναι… Πλάτ. Πολ. 532C. ΙΙ. ἐπισκιάζω, Λογγῖν. 17 ἐν τέλ., οὕτω καὶ ὁ Bgk ἐν Ἐμπεδ. 174, ἀντὶ ἀπεσκεύασεν.