σκιάζω

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐάζω Medium diacritics: σκιάζω Low diacritics: σκιάζω Capitals: ΣΚΙΑΖΩ
Transliteration A: skiázō Transliteration B: skiazō Transliteration C: skiazo Beta Code: skia/zw

English (LSJ)

S.Fr.776, etc.: fut.Att. σκιῶ (κατα-) Id.OC406: aor.
A ἐσκίασα Il.21.232, Hes.Op.613 (συ-), Luc.Zeux.5:—Pass., ἐσκιάσθην E.Andr. 1115 (v.l.), Arist.Col.792a22: pf. ἐσκίασμαι Semon.7.66: (σκιά):—overshadow, shade, darken, εἰς ὅ κεν ἔλθῃ δείελος ὀψὲ δύων σκιάσῃ δ' ἐρίβωλον ἄρουραν Il.21.232; Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός S.Fr. 776; σ. τὰ ἡλιούμενα X.Oec.19.18; σ. ἔθειραν, with a chaplet, Simon. 148.4, cf. Semon.7.66; φάρεα.. περιβαλλομένα γένυσιν ἐσκίαζον E. IT1151 (lyr.), cf. Hipp.134 (lyr.): metaph., εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' ἄκοτον Pi.Pae.1.2: abs., of the sun, cast a shadow, Arist.Mete.374b3; of the sun-dial, ὁ γνώμων σκιάζει τὴν ἕκτην marks it by its shadow, Alciphr.3.4:—Pass., to be in shadow, Arist.Col. l.c.; σκιάζεσθαι τοῖς ποσί, of the Σκιάποδες, Ctes.Fr.89.
II generally, overshadow, cover, κατὰ δ' ἐσκίασαν βελέεσσι Τιτῆνας Hes.Th.716; τὸ γένειον τὴν ἀσπίδα πᾶσαν σ. Hdt.6.117; σκιάσαι γένυν εὔξατο, i.e. prayed for a beard, AP12.26 (Stat. Flacc.):—Pass., ἐπεὶ δὲ τέκνων γένυς ἐμῶν σ. E.Ph.63.
III shade in painting, Luc.Zeux.5: metaph., Lib.Or. 13.17.
IV καῦμα σ. keep off the sun's heat, Alciphr.3.12.

German (Pape)

[Seite 897] beschatten, überschatten, verdunkeln; εἰσόκεν ἔλθῃ δείελος ὀψὲ δύων, σκιάσῃ δ' ἐρίβωλον ἄρουραν, Il. 21, 232; übh. bedecken, Τιτῆνας βελέεσσιν, Hes. Th. 716; κεφαλήν, Eur. Hipp. 134; bes. vom Barthaare, ἐπεὶ τέκνων γένυς ἐμῶν σκιάζεται, Phoen. 63, vgl. I. T. 1152; τὸ γένειον τὴν ἀσπίδα πᾶσαν σκιάζειν, verhüllen, Her. 6, 117; τὰ ἡλιούμενα, Xen. Oec. 19, 18; καῦμα σκιάζειν, die Sonnenhitze durch Schatten mildern; Alciphr. 3, 12; – vom Maler, schattiren, Luc. Zeux. 5. – Bei Alciphr. 3, 4 von der Sonnenuhr, ὁ γνώμων σκιάζει τὴν ἕκτην, er zeigt sechs Uhr; vgl. Luc. Lexiph. 4.

French (Bailly abrégé)

f. inus., ao. ἐσκίασα, pf. inus.
Pass. f. inus., ao. ἐσκιάσθην, pf. ἐσκίασμαι;
1 couvrir d'ombre, acc. : τὴν ἕκτην LUC couvrir d'ombre la 6ᵉ heure (d'un cadran solaire) càd marquer midi;
2 t. de peint. ombrer, acc..
Étymologie: σκιά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιάζω [σκιά] beschaduwen, een schaduw werpen over:; εἰς ὅ κεν … δείελος … σκιάσῃ … ἄρουραν totdat de avond de akker met schaduwen zal bedekken Il. 21.232; vaak van een baard; τοῦ τὸ γένειον τὴν ἀσπίδα πᾶσαν σκιάζειν en dat diens baard zijn hele schild overschaduwde Hdt. 6.117.3; γένυς σκιάζεται de kin wordt beschaduwd (door baardgroei) Eur. Phoen. 63; ook van een schilder. σκιάσαι ἐς δέον de benodigde schaduw aanbrengen Luc. 63.5.

Russian (Dvoretsky)

σκιάζω:
1 покрывать тенью, осенять (ἄρουραν Hom.; τὰ ἡλιούμενα Xen.): γένυς σκιάζεται Eur. щеки покрываются (первым) пушком; ὁ γνώμων σκιάζει μέσην τὴν πόλον Luc. стрелка отбрасывает тень на середину солнечных часов;
2 закрывать, покрывать, окутывать (κεφαλάν Eur.): σ. τινὰ βελέεσσιν Hes. засыпать кого-л. тучей стрел;
3 (в живописи), накладывать тень, тушевать, Luc.;
4 оставлять в тени (τῇ μὲν ὁ ἥλιος ἀνέχει, τῇ δὲ σκιάζει Arst.).

English (Autenrieth)

(σκιή), aor. subj. σκιάσῃ: overshadow, Il. 21.232†.

English (Slater)

σκιάζω shelter under the shade of c. acc. & dat. πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' ἄκοτον ἐπὶ μέτρα (Pae. 1.2) frag. στεφά]νοισι πὰν [εὐ]θαλέος ὑγιε[ίας] σκιάζετε (Pae. 6.181)

Greek Monolingual

(I)
ΝΑ σκιά
1. καλύπτω με σκιάἌθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός», Σοφ.)
2. (σχετικά με ζωγραφική) σχηματίζω σκιά με βαθείς χρωματισμούς
νεοελλ.
εμποδίζω με το σώμα μου τη δίοδο τών φωτεινών ακτίνων, δημιουργώ σκιά
αρχ.
1. καλύπτω, κρύβω («τὸ γένειον τὴν ἀσπίδα πᾶσαν σκιάζειν», Ηρόδ.)
2. (για τον ήλιο) ρίχνω σκιά
3. (για ηλιακό ρολόι) δείχνω την ώρα με τη σκιά («ὁ γνώμων σκιάζει τὴν ἕκτην», Αλκίφρ.)
4. φρ. α) «σκιάσαι γένυν» — λεγόταν για να δηλώσει την πρώτη εμφάνιση γενειάδας στο κάτω σαγόνι τών εφήβων (Ανθ. Παλ.)
β) «σκιάζω καῡμα» — καταπραΰνω το ηλιακό καύμα με σκιά (Αλκίφρ.).
(II)
Ν
1. τρομάζω κάποιον με αιφνίδιο τρόπο («με τις φωνάρες του έσκιαξε το παιδί»)
2. τρομοκρατώ («όλα τά σκιαζ' η φοβέρα και τά πλάκων' η σκλαβιά», Σολωμ.)
3. παθ. σκιάζομαι
φοβάμαι, λιποψυχώμάνα μου, σκιάζομαι πολύ μη πεθαμένοι βγούνε», Σολωμ.)
4. παροιμ. «λύκος, αν εσκιαζότανε, θα φορούσε τράγια κάπα» — λέγεται για κάποιον που δεν φοβάται και στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις χωρίς να ζητάει βοήθεια από άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιάζω (< σκιά), με συνίζηση (για τη σημ. του ρ. βλ. λ. σκιά)].

Greek Monotonic

σκῐάζω: Αττ. μέλ. σκιῶ, σε Σοφ.· αόρ. αʹ ἐσκίᾰσα — Παθ., αόρ. αʹ ἐσκιάσθην, παρακ. ἐσκίασμαι· (σκιά
I. ρίχνω σκιά, σκιάζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
II. γενικά, επισκιάζω, καλύπτω, αποκρύπτω, σε Ησίοδ., Ηρόδ. — Παθ., σε Ευρ.
III. χρησιμοποιώ την τέχνη της σκίασης στη ζωγραφική, ζωγραφίζω με διαβαθμίσεις φωτός και σκιάς, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

σκιάζω: (πρβλ. σκιάω)· μέλλ. Ἀττ. σκιῶ (κατα-) Σοφ. Ο. Κ. 406· ἀόρ. ἐσκίασα Ὅμ., Ἡσ., Λουκ. ― Παθητ., ἐσκιάσθην διάφορ. γραφ. ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 1115, Ἀριστ. π. Χρωμ. 2, 4· πρκμ. ἐσκίασμαι (ἐπ-) Σοφ.· (σκιά). Ἐπισκιάζω, ἐπισκοτίζω, «σκεπάζω» Ἡσύχ. εἰσόκεν ἔλθῃ δείελος ὀψὲ δύων, σκιάσῃ δ’ ἐρίβωλον ἄρουραν Ἰλ. Φ. 232· Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοὸς Σοφ. Ἀποσπ. 348· σκ. τὰ ἡλιούμενα Ξεν. Οἰκ. 19, 18· σκ. ἔθειραν, ἐστεμμένην, Σιμωνίδ. 150· φάρεα ... περιβαλλομένα γένυσιν ... ἐσκίαζον Εὐρ. Ι. Τ. 1152, πρβλ. Ἱππ. 134· ἀπολ., ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ῥίπτω σκιάν, σκιάζω, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 17· ― ἐπὶ τοῦ ἡλιακοῦ ὡρολογίου, ὁ γνώμων σκιάζει τὴν ἕκτην, δηλοῖ διὰ τῆς σκιᾶς του, Ἀλκίφρων 3. 4. ― Παθ., εἶμαι ἐν σκιᾷ Ἀριστ. π. Χρωμ. 2, 4· πρβλ. σκιάω· σκιάζεσθαι τοῖς ποσί, ἐπὶ τῶν Σκιαπόδων, Κτησ. παρ’ Ἁρποκρ. ΙΙ. καθόλου, ἐπισκιάζω, καλύπτω, Ἰκτῆνας βελέεσιν Ἡσ. Θ. 176· τὸ γένειον, τὴν ἀσπίδα πᾶσαν σκιάζειν Ἡρόδ. 6. 117· σκιάσαι γένυν, ἐπὶ τῆς γενειάδος νεανίου μόλις μελανιζούσης τὴν κάτω σιαγόνα, Ἀνθ. Π. 12. 26· οὕτως ἐν τῷ παθητ., ἐπὶ δὲ τέκνων γένυς ἐμῶν σκ. Εὐρ. Φοίν. 63. ΙΙΙ. σκιάζω ζωγραφῶν, Λουκ. Ζεῦξις 5· πρβλ. σκιαγράφος ΙΙ. ΙV. καῦμα σκ., ἀποκρούω τὸ καῦμα τοῦ ἡλίου, Λατ. defendere aestatem, Ἀλκίφρων 3. 12.

Middle Liddell

σκιά
I. to overshadow, shade, Il., Eur.
II. generally, to overshadow, cover, Hes., Hdt.:—Pass., Eur.
III. to shade in painting, Luc.