ὄλοσχος
From LSJ
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
English (LSJ)
ὁ,
A pedicle of the pomegranate (cf. ὄσχη), Nic.Th.870.
German (Pape)
[Seite 327] ὁ, 1) lederner Beutel, Schlauch. – 2) = κύτινος, Nic. Ther. 870, ὀλόσχους αὐχενίους σίδης, Schol. ῥοιῶν τραχήλους.
Greek (Liddell-Scott)
ὄλοσχος: ὁ, = ὄσχη, Νικ. Θηρ. 870.